περιτρίβω — ΜΑ τρίβω ολόγυρα, καταστρέφω κάτι τρίβοντάς το από όλες τις μεριές («περιτρίψας ὁ χρόνος τὸ ἄγαλμα», Φιλοστρ.) μσν. τρίβω ελαφρά («τῷ δεξιῷ γόνατι περιτρίβει τὸ ἀριστερόν», Ευστ.) αρχ. 1. τρίβω γύρω γύρω κάτι και το καθαρίζω 2. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
περίτριμμα — το, ΝΜΑ [περιτρίβω] 1. αυτό που αποβάλλεται με τριβή από κάτι, απότριμμα, θρύμμα, απόρριμα 2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, κάθαρμα (α. «περίτριμμα τής κοινωνίας» β. «ψευδῶν συγκολλητής... εὑρησιεπής, περίτριμμ ἀγορᾱ...», Αριστοφ … Dictionary of Greek
περίτριπτος — ον, Α [περιτρίβω] λείος από παντού … Dictionary of Greek
περίτριψις — ίψεως, ἡ, Α [περιτρίβω] τριβή, τρίψιμο γύρω γύρω … Dictionary of Greek
περιτριβής — ές, Α [περιτρίβω] 1. τριμμένος, φθαρμένος από παντού 2. κατάκοπος, πολύ κουρασμένος … Dictionary of Greek
συμπεριτρίβομαι — Α [περιτρίβω] τρίβομαι μαζί με κάτι άλλο … Dictionary of Greek
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek