περιτρίβω

περιτρίβω
περι-τρίβω [pron. full] [ῑ],
A rub or wear away all round, -τρίψας ὁ χρόνος [τὸ ἄγαλμα] Philostr.Her.2.1, cf. Im.1.23 ([voice] Pass.); πτερὰ περιτετριμμένα battered, Arist.HA627a13; κόγχος ἅλμη . . περιτρῐβείς ([tense] aor. 2 [voice] Pass.) Lyc.790 : metaph., περιτετριμμένοι 'old hands', Arr.Epict.2.6.5.
II smear,

τί τινι Nonn.

D.6.190,41.110.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιτρίβω — ΜΑ τρίβω ολόγυρα, καταστρέφω κάτι τρίβοντάς το από όλες τις μεριές («περιτρίψας ὁ χρόνος τὸ ἄγαλμα», Φιλοστρ.) μσν. τρίβω ελαφρά («τῷ δεξιῷ γόνατι περιτρίβει τὸ ἀριστερόν», Ευστ.) αρχ. 1. τρίβω γύρω γύρω κάτι και το καθαρίζω 2. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • περίτριμμα — το, ΝΜΑ [περιτρίβω] 1. αυτό που αποβάλλεται με τριβή από κάτι, απότριμμα, θρύμμα, απόρριμα 2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, κάθαρμα (α. «περίτριμμα τής κοινωνίας» β. «ψευδῶν συγκολλητής... εὑρησιεπής, περίτριμμ ἀγορᾱ...», Αριστοφ …   Dictionary of Greek

  • περίτριπτος — ον, Α [περιτρίβω] λείος από παντού …   Dictionary of Greek

  • περίτριψις — ίψεως, ἡ, Α [περιτρίβω] τριβή, τρίψιμο γύρω γύρω …   Dictionary of Greek

  • περιτριβής — ές, Α [περιτρίβω] 1. τριμμένος, φθαρμένος από παντού 2. κατάκοπος, πολύ κουρασμένος …   Dictionary of Greek

  • συμπεριτρίβομαι — Α [περιτρίβω] τρίβομαι μαζί με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”